Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

Ο Ψεύτης Βοσκός


Ήταν κάποτε ένας βοσκός που είχε ένα κοπάδι με αρκετά πρόβατα και ένα μαντρί έξω από το χωριό του. Κάθε πρωί, οδηγούσε τα πρόβατα σε ένα καταπράσινο λόφο κοντά στο μαντρί και τα άφηνε να βοσκήσουν με την ησυχία τους.
Συνήθως περνούσε την ώρα του παίζοντας με την φλογέρα του, αλλά να που μια μέρα την ξέχασε στο μαντρί. Μη έχοντας τί να κάνει, σκέφτηκε να σκαρώσει μια φάρσα στους συγχωριανούς του. Ανέβηκε σε ένα βράχο και άρχισε να φωνάζει προς την κατεύθυνση του χωριού. «Βοήθεια συγχωριανοί, λύκοι στα πρόβατα μου. Τρέξτε. Βοήθεια!»Οι άντρες του χωριού άρπαξαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους και έτρεξαν να βοηθήσουν τον βοσκό, που μόλις τους είδε άρχισε να γελάει με το πάθημά τους.
Ο βοσκός, όπως φαίνεται, βρήκε πολύ αστείο αυτό που έκανε, αφού το επανέλαβε 2-3 φορές ακόμα και κάθε φορά οι συγχωριανοί του έτρεχαν να τον βοηθήσουν. Να όμως που μια μέρα, μια αγέλη πεινασμένων λύκων όρμισαν στο κοπάδι του βοσκού και άρχισαν να το ξεκληρίζουν. Τρομαγμένος ο βοσκός έβαλε τις φωνές και καλούσε σε βοήθεια: «Βοήθεια συγχωριανοί. Λύκοι τρώνε τα πρόβατά μου. Τρέξτε. Βοήθεια!» Κανείς όμως δεν πήγε να τον βοηθήσει αφού όλοι νομίζανε οτι για άλλη μια φορά ήθελε να γελάσει μαζί τους.
Εκείνη την φορά οι μόνοι που γέλασαν ήταν οι λύκοι. Βρήκαν πρώτης τάξεως φαγητόκαι το έφαγαν με την ησυχία τους. Μόνο ένας ανθρωπος εκεί κοντά κάτι φώναζε αλλά όπως είναι γνωστό οι λύκοι δεν γνωρίζουν την ανθρώπινη γλώσσα για να καταλάβουν τί έλεγε και έτσι συνέχισαν ανενόχλητοι το φαί τους .
Αυτά παθαίνει λοιπόν, όποιος λέει ψέματα!


Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Η Κοκκινοσκουφίτσα


Η Κοκκινοσκουφίτσα είναι χαρακτήρας του ομώνυμου παραμυθιού, στο οποίο ένα κοριτσάκι έρχεται αντιμέτωπο με τον κακό λύκο.
Η πιο γνωστή έκδοση του παραμυθιού σήμερα είναι αυτή που γράφτηκε από τους Αδελφούς Γκριμ, ανάμεσα στα άλλα παραμύθια που κατέγραψαν μεταξύ των ετών 1812 -1857, ενώ προγενέστερα το παραμύθι είχε καταγραφεί από τον Σαρλ Περό (Charles Perrault) το 1697.

Στο παραμύθι, η Κοκκινοσκουφίτσα, ένα κοριτσάκι με κόκκινο παλτό και σκούφο, πηγαίνει φαγητό στη γιαγιά της στο δάσος. Ο κακός λύκος την συναντά και προσπαθεί να την καθυστερήσει, δείχνοντάς της ένα λιβάδι με λουλούδια για να πάει μερικά στη γιαγιά της. Έτσι, ο λύκος φτάνει πρώτος στη γιαγιά της, την τρώει, μα λόγω της τρομερής του πείνας την καταπίνει ζωντανή. Έπειτα, ο λύκος στήνει παγίδα στην Κοκκινοσκουφίτσα μεταμφιεσμένος ως η γιαγιά της. Η Κοκκινοσκουφίτσα φτάνει και ο λύκος την καταπίνει και αυτήν. Στο τέλος όμως, ένας περαστικός κυνηγός φτάνει πάνω στην ώρα, σκοτώνει τον λύκο, βγάζει την Κοκκινοσκουφίτσα και την γιαγιά της από την κοιλιά του και τις σώζει.
Σύμφωνα με την εκδοχή του παραμυθιού από τον Σαρλ Περό, αυτό ολοκληρώνεται όταν ο λύκος φάει την Κοκκινοσκουφίτσα και δεν έχει ευτυχισμένο τέλος. Επίσης, συμπληρώνεται με το ηθικό δίδαγμα ότι τα νέα και όμορφα κορίτσια δεν πρέπει να μιλούν σε ξένους, ώστε να αποφεύγουν τους κακόβουλους ανθρώπους.
Επίσης, στην αρχική εκδοχή της Κοκκινοσκουφίτσας από τους αδελφούς Γκριμ, η Κοκκινοσκουφίτσα συναντά αργότερα και δεύτερο λύκο, σε ένα είδους υστερόγραφο του παραμυθιού. Την δεύτερη φορά αποφεύγει τις κακοτοπιές, καθώς αναγνωρίζει ότι ο λύκος προσπαθεί να την ξεγελάσει και δεν ακούει τις προτροπές του.



Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα

Μία κρύα Παραμονή Πρωτοχρονιάς, οι κάτοικοι μιας χιονισμένης πόλης - χαρούμενοι και ζεστά ντυμένοι, φορτωμένοι με ψώνια και δώρα - βάδιζαν βιαστικοί προς τα γιορτινά τους σπίτια, αγνοώντας μία μικρή ορφανή πλανόδια πωλήτρια. Με σβησμένη φωνή, ψιθύριζε αχνά πως δεν ζητιάνευε αλλά πως πουλούσε σπίρτα για να ζήσει. Τότε μια άμαξα πέρασε γρήγορα και η μικρή μόλις που πρόλαβε να τραβηχτεί στην άκρη του δρόμου. Το ένα της τσόκαρο τινάχτηκε μακριά - ένα αγόρι κουκουλωμένο ζεστά το πήρε και έφυγε τρέχοντας - ενώ τα σπίρτα έπεσαν από την ποδιά της και σκορπίστηκαν στον υγρό δρόμο. Το κοριτσάκι γονάτισε στο χιόνι και άρχισε να μαζεύει ένα-ένα τα μουσκεμένα σπίρτα. Αυτά ήταν όλο το βιος και όλος ο κόσμος της, αφού γονείς, σπίτι, οικογένεια ήταν μία μακρινή ανάμνηση γι' αυτή.
Έκανε παγωνιά, αλλά φοβόταν να γυρίσει στην τρώγλη της καθώς ο πατέρας της θα την χτυπούσε μην έχοντας πουλήσει τα σπίρτα. Σε κάποιο παράθυρο είδε ένα στολισμένο δωμάτιο και μία τρυφερή μανούλα να ταΐζει με στοργή και απέραντη αγάπη την κορούλα της. Τότε βούρκωσε. Αποκαμωμένη και μελαγχολική βρήκε καταφύγιο σε μια γωνιά και άναψε ένα σπίρτο για να ζεσταθεί. Στην λάμψη τους είδε αρκετά υπέροχα οράματα, συμπεριλαμβανομένων ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου και γιορτινών διακοπών. Το κορίτσι κοίταξε προς τον ουρανό είδε ένα πεφταστέρι και θυμήθηκε την αποθανούσα γιαγιά της να λέει πως ένα τέτοιο αστέρι σημαίνει πως κάποιος πέθανε και πάει στον παράδεισο. Καθώς άναψε το επόμενο σπίρτο είδε ένα όραμα με την γιαγιά της, ο μόνος άνθρωπος που την αντιμετώπισε με καλοσύνη και αγάπη. Άναβε το ένα σπίρτο μετά το άλλο για να κρατήσει το όραμα της γιαγιάς κοντά της για όσο περισσότερο μπορούσε.
Το κοριτσάκι πέθανε και η γιαγιά της μετέφερε το πνεύμα της στον παράδεισο. Το επόμενο πρωί περαστικοί βρήκαν το νεκρό παιδί στην γωνιά, τριγυρισμένο από αναρίθμητα καμένα σπίρτα.